- ενορμιτης
- ἐνορμίτηςἐν-ορμίτης-ου (ῑ) adj. m находящийся в порту
(Πρίηπος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Πρίηπος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐνορμίτας — ἐνορμί̱τᾱς , ἐνορμίτης in harbour masc acc pl ἐνορμί̱τᾱς , ἐνορμίτης in harbour masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνορμίταο — ἐνορμί̱τᾱο , ἐνορμίτης in harbour masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)